θαλασσοπνίγομαι

θαλασσοπνίγομαι
θαλασσοπνίχτηκα και θαλασσοπνίγηκα, θαλασσοπνιγμένος
1. πνίγομαι κάπου στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ στα ταξίδια.
2. ταλαιπωρούμαι: Θαλασσοπνίγεται κάθε μέρα για να βγάλει το ψωμί του.
3. μτφ., πελαγώνω, τα χάνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσομαχώ — (AM θαλασσομαχῶ, έω) [θαλασσομάχος] κάνω ναυμαχία, μάχομαι στη θάλασσα (νεοελλ. μσν.) παλεύω με τα θαλάσσια κύματα, θαλασσοδέρνομαι, θαλασσοπνίγομαι …   Dictionary of Greek

  • τραμπουκάρω — τραμπουκάρισα, τραμπουκαρίστηκα, τραμπουκαρισμένος 1. αμτβ. (για πλοίο), κλυδωνίζομαι επικίνδυνα, θαλασσοπνίγομαι: Με τη φουρτούνα θα τραμπουκάρουμε. 2. μτβ., δίνω τραμπούκο (βλ. λ.), δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τραμπουκάρισα τον τελωνειακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”