- θαλασσοπνίγομαι
- θαλασσοπνίχτηκα και θαλασσοπνίγηκα, θαλασσοπνιγμένος1. πνίγομαι κάπου στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ στα ταξίδια.2. ταλαιπωρούμαι: Θαλασσοπνίγεται κάθε μέρα για να βγάλει το ψωμί του.3. μτφ., πελαγώνω, τα χάνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.